- χειρότερος
- -η, -ο / χειρότερος, -τέρα, -ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Απιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ' ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.φρ. α) «τόσο το χειρότερο» — ακόμη χειρότεραβ) «όποιος δεν δει τα χειρότερα δεν θυμάται τα καλύτερα» — η σωστή εκτίμηση μιας κατάστασης γίνεται όταν τα πράγματα χειροτερέψουν.επίρρ...χειρότερα Ν1. πιο κακά, πιο άσχημα, σε χαμηλότερη αξία ή ποιότητα2. φρ. «και μη χειρότερα» — έκφραση σχετλιασμού για κάτι πολύ δυσάρεστο ή πολύ περίεργο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων].
Dictionary of Greek. 2013.